- λογοπραγώ
- λογοπραγώ, -έω (AM)μσν.1. ζητώ λογαριασμό, αναζητώ ευθύνες2. κάνω συμφωνία για κάτιαρχ.γράφω πολλά, συγγράφω με αφθονία.[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο-* + -πραγῶ (< θ. πραγ-, πρβλ. πέ-πραγ-α, παρακμ. τού πράττω), πρβλ. βιαιο-πραγώ].
Dictionary of Greek. 2013.